συγκροτήσει

συγκροτήσει
συγκρότησις
welding
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συγκροτήσεϊ , συγκρότησις
welding
fem dat sg (epic)
συγκρότησις
welding
fem dat sg (attic ionic)
συγκροτέω
strike together
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκροτέω
strike together
fut ind mid 2nd sg
συγκροτέω
strike together
fut ind act 3rd sg
συγκροτέω
strike together
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκροτέω
strike together
fut ind mid 2nd sg
συγκροτέω
strike together
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • αγραμματισμός — ο Ιατρ. σύμπτωμα αφασικής διαταραχής τού λόγου, το οποίο συνίσταται στην αδυναμία τού ασθενούς να συγκροτήσει τόσο προφορικά, όσο και γραπτά μια πρόταση λόγου σύμφωνα με τους κανόνες τής γραμματικής που έμαθε. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …   Dictionary of Greek

  • κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της …   Dictionary of Greek

  • Ακροβολιστές — Η ονομασία αυτή δόθηκε στα δέκα τάγματα που σχηματίστηκαν τον Μάρτιο του 1833 στο Ναύπλιο, από την Αντιβασιλεία. Συγκροτήθηκαν με περίεργο τρόπο. Η Αντιβασιλεία στηρίχτηκε στα βαυαρικά στρατεύματα και αποφάσισε να διαλύσει τα είκοσι ελαφρά… …   Dictionary of Greek

  • Αλβέρτος ο Μέγας — (Albertus Magnus, Λόιγκεν, Σουηβία, περ. 1200 Κολονία 1280). Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος, δάσκαλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σπούδασε στην Πάντοβα και δίδαξε στο Ρέγκενσμπουργκ, στο Παρίσι και στην Κολονία, όπου διηύθυνε τη Γαλλική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”